- δικράνι
- δικράνι, το και δίκρανο, τογεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στο λίχνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικράνι — το και δικριάνι και δεκριάνι (Α δίκρανον, Μ δικράνιον) γεωργικό εργαλείο με δύο δόντια, χηλές, και μακριά λαβή το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στο αλώνισμα και λίχνισμα τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίκρανο] … Dictionary of Greek
δίκρανο — το (Α δίκρανος, ον) 1. το δικράνι 2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ τής Καμπανιάς και τής χώρας τών Σαμνιτών νεοελλ. 1. ονομασία βρύου 2. μονάδα μεταβολών τού βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού 3. φρ. «διέρχεται υπό τα… … Dictionary of Greek
δικρανίζω — και δικρανώ [δικράνι] 1. σχίζω το άκρο μιας ράβδου στα δύο, τής δίνω δικρανωτό, διχαλωτό σχήμα 2. ενώνω δύο κομμάτια ξύλου τοποθετώντας την προεξοχή τού ενός στην εντομή τού άλλου 3. σκαλίζω με δικράνι … Dictionary of Greek
διχαλοδικράνιν — διχαλοδικράνιν, το (Μ) δικράνι, τσουγκράνα με διχαλωτή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίχαλος + δικράνι] … Dictionary of Greek
φουρκάδα — η, Ν 1. δίκρανο, δικράνι 2. η ποσότητα άχυρου ή χόρτου που πιάνει το δικράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούρκα (Ι) «διχαλωτός πάσσαλος» + κατάλ. άδα (πρβλ. σχισμ άδα] … Dictionary of Greek
αλετροπέρονο — το 1. το αλετροκλείδι 2. γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στο αλώνισμα, δικράνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι + περόνη] … Dictionary of Greek
δίκροος — δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, α, ον και δίκρους, ουν και δίκρος, α, ον) (για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός νεοελλ. 1. φρ. «δίκροοι νομείς» οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την… … Dictionary of Greek
δεκράνι — το βλ. δικράνι … Dictionary of Greek
δεκριάνι — το βλ. δικράνι … Dictionary of Greek
σφυρώ — όω, Α [σφῡρα] 1. σφυρηλατώ 2. σκαλίζω με δικράνι … Dictionary of Greek